νάρδο

νάρδο
το (Α νάρδον)
το αρωματικό φυτό νάρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρδος, με αλλαγή γένους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νάρδινος — η, ο (Α νάρδινος, ίνη, ον) [νάρδος] 1. ναρδικός, από νάρδο 2. φρ. «νάρδινο μύρο» ελαιώδης αρωματική ουσία που προέρχεται από τη νάρδο …   Dictionary of Greek

  • ναρδίτης — ναρδίτης, ὁ (Α) φρ. «ναρδίτης οἶνος» οίνος αρωματισμένος με νάρδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρδος «είδος αρωματικού λαδιού» + κατάλ. ίτης (πρβλ. δαφν ίτης, μηλ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • ναρδικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φυτό νάρδος ή που προέρχεται από τη νάρδο («ναρδικό οξύ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

  • ναρδοφόρος — ναρδοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει, που παράγει νάρδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρδος «είδος αρωματικού λαδιού» + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • οξυλιπής — ὀξυλιπής, ὁ (Α) φρ. «ὀξυλιπὴς ἄρτος» άρτος παρασκευασμένος με ξίδι και λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + λιπής (< λίπα «λίπος»), πρβλ. ναρδο λιπής] …   Dictionary of Greek

  • σπικάτα — τὰ, Α (ενν. χρίσματα) εντριβές με βαλσαμέλαιο από νάρδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. spicatus «σταχυοφόρος»] …   Dictionary of Greek

  • Καρολίγγειοι ή Καρολίδες ή Καρλοβιγγειανοί — Ονομασία των εκπροσώπων της δεύτερης γαλλικής δυναστείας, η οποία διαδέχθηκε τη δυναστεία των Μεροβιγγείων και βασίλευσε στη Γαλλία από το 752 έως το 987. Τα παλαιότερα, ιστορικώς εξακριβωμένα μέλη της οικογένειας είναι ο Αρνούλφος, επίσκοπος του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”